τάγιο

τάγιο
το, Ν
(στη χαρτοπαιξία) η ώς την εξάντληση τής τράπουλας διάρκεια κάθε παιχνιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ, taglio «κόψιμο στην τράπουλα, γύρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”